- απελαύνομαι
- απελαύνομαι, απελάθηκα βλ. πίν. 97
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)